- αποκαταστατικός
- -ή, -ό (Α ἀποκαταστατικός, -ή, -όν)1. ο σχετικός με την αποκατάσταση2. αστρον. αυτός που επανεμφανίζεται περιοδικά στον ουρανό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποκαταστατικός — bringing back masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαταστατικῶν — ἀποκαταστατικός bringing back fem gen pl ἀποκαταστατικός bringing back masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαταστατικόν — ἀποκαταστατικός bringing back masc acc sg ἀποκαταστατικός bringing back neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαταστατικοῖς — ἀποκαταστατικός bringing back masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαταστατικοί — ἀποκαταστατικός bringing back masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαταστατικοῦ — ἀποκαταστατικός bringing back masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαταστατικούς — ἀποκαταστατικός bringing back masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαταστατικῆς — ἀποκαταστατικός bringing back fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαταστατικῇ — ἀποκαταστατικός bringing back fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαταστατική — ἀποκαταστατικός bringing back fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)